παγχαρής

παγχαρής
παγχαρής, -ές (Α)
1. αυτός που χαροποιεί, που ευφραίνει τους πάντες και τα πάντα
2. γεμάτος από χαρά, αυτός που χαίρει, που ευφραίνεται υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -χαρής (< χαίρω / χαίρομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παγχαρής — gladdening all masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγχαρτος — πάγχαρτος, ον (Α) παγχαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρτός (< θ. χαρ τού χαίρω), πρβλ. επί χαρτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”